περιδήριτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
(6_18)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδήρῑτος''': -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ [[περιμάχητος]], Ἀνθ. Π. 5. 219.
|lstext='''περιδήρῑτος''': -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ [[περιμάχητος]], Ἀνθ. Π. 5. 219.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, [[περιμάχητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δήριτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δηρίομαι</i> <span style="color: red;"><</span> [[δῆρις]] «[[μάχη]], [[αγώνας]] [[διένεξη]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδήρῑτος Medium diacritics: περιδήριτος Low diacritics: περιδήριτος Capitals: ΠΕΡΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: peridḗritos Transliteration B: peridēritos Transliteration C: peridiritos Beta Code: peridh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A fought about, κύπριδος ἐργασίη AP5.218 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 572] auch 3 Endgn, umstritten, umkämpft, wie περιμάχητος, Κύπριδος ἐργασίη, Paul. Sil. 1 (V, 219).

Greek (Liddell-Scott)

περιδήρῑτος: -ον, ὁ περὶ οὗ ἀγωνίζεταί τις, ὡς τὸ περιμάχητος, Ἀνθ. Π. 5. 219.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)].