εὐποσία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐποσία''': ἡ, = [[εὐβοσία]], καλὴ [[βοσκή]], [[εὐκαρπία]], εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει. | |lstext='''εὐποσία''': ἡ, = [[εὐβοσία]], καλὴ [[βοσκή]], [[εὐκαρπία]], εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐποσία]], ή (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[κρασοκατάνυξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευκαρπία]], [[αφθονία]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωποποίηση]]) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ποσία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πότης]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οινο</i>-<i>ποσία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A abundance, IPE12.140, 141 (Olbia); θεὰ Εὐ. Judeich Altertümer von Hierapolis 26.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποσία: ἡ, = εὐβοσία, καλὴ βοσκή, εὐκαρπία, εὐθηνεία, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, Struve ἐν φυλλαδίῳ (1866) σ. 26-7, πρβλ. Κουμανούδ. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
εὐποσία, ή (ΑΜ)
μσν.
κρασοκατάνυξη
αρχ.
1. ευκαρπία, αφθονία
2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ποσία (< πότης), πρβλ. οινο-ποσία].