ἐδωδή: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐδωδή''': ἡ [[τροφή]], [[φαγητόν]], ἐδώδιμα, Ἰλ. Τ. 167, Ὀδ. Γ. 70, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐδ. καὶ [[πόσις]] Πλάτ. Πολ. 350Α, Νόμ. 782Ε, κ. ἀλλ.· πληθ., τῶν περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ὁ αὐτ. Πολ. 389Ε, πρβλ. 519Β. 2) [[τροφή]], [[χόρτος]] διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Θ. 504. 3) [[δέλεαρ]], [[δόλωμα]] πρὸς ἁλιείαν, Θεόκρ. 21. 43. ΙΙ. τὸ ἐσθίειν, ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6. 1· ὀδόντας ἔχει … ἐδωδῆς [[χάριν]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 10· τῇ ἐδ. τοῦ βοὸς χαίρει ὁ [[λέων]] ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 13. 2) [[φαγητόν]], [[γεῦμα]], ἐπὶ μιᾶς ἐδ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 9, 1. | |lstext='''ἐδωδή''': ἡ [[τροφή]], [[φαγητόν]], ἐδώδιμα, Ἰλ. Τ. 167, Ὀδ. Γ. 70, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζογράφοις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐδ. καὶ [[πόσις]] Πλάτ. Πολ. 350Α, Νόμ. 782Ε, κ. ἀλλ.· πληθ., τῶν περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ὁ αὐτ. Πολ. 389Ε, πρβλ. 519Β. 2) [[τροφή]], [[χόρτος]] διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Θ. 504. 3) [[δέλεαρ]], [[δόλωμα]] πρὸς ἁλιείαν, Θεόκρ. 21. 43. ΙΙ. τὸ ἐσθίειν, ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6. 1· ὀδόντας ἔχει … ἐδωδῆς [[χάριν]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 10· τῇ ἐδ. τοῦ βοὸς χαίρει ὁ [[λέων]] ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 13. 2) [[φαγητόν]], [[γεῦμα]], ἐπὶ μιᾶς ἐδ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 9, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />aliment, nourriture, pâture.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ avec redoubl., cf. [[ἔδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A food, meat, victuals, Il.19.167, Od.3.70, Hp.Acut.47, X. Hier.1.19, etc.; ἐ. καὶ πόσις Pl.Lg.782e, cf. R.350a, al.: pl., τῶν . . περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ib.389e, cf. 519b. 2 forage, fodder for cattle, Il.8.504. 3 bait for fish, Theoc.21.43. II act of eating, ὀδόντας ἔχει . . ἐδωδῆς χάριν Arist.PA683a4; τῇ ἐ. τοῦ βοὸς [χαίρει] ὁ λέων Id.EN1118a20; πουλύποδος Jul.Or.6.181a, al. 2 meal, ἐπὶ μιᾶς ἐ. Arist.HA596a4. 3 [ἀετὸς] ἀχθόμενος τῇ ἐ. wearied with feeding the young birds, ib.563a22.
German (Pape)
[Seite 717] ἡ, die Speise, das Essen, die Nahrung; Od. 5, 196 u. öfter; in Prosa, Plat. Phil. 31 e; καὶ πόσις Legg. VI, 782 c; Xen. Hier. 1, 19. Auch = Futter für die Pferde, Il. 8, 504; Köder für die Fische, Theocr. 21, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδωδή: ἡ τροφή, φαγητόν, ἐδώδιμα, Ἰλ. Τ. 167, Ὀδ. Γ. 70, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐδ. καὶ πόσις Πλάτ. Πολ. 350Α, Νόμ. 782Ε, κ. ἀλλ.· πληθ., τῶν περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν ὁ αὐτ. Πολ. 389Ε, πρβλ. 519Β. 2) τροφή, χόρτος διὰ τὰ κτήνη, Ἰλ. Θ. 504. 3) δέλεαρ, δόλωμα πρὸς ἁλιείαν, Θεόκρ. 21. 43. ΙΙ. τὸ ἐσθίειν, ἀχθόμενος τῇ ἐδωδῇ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 6. 1· ὀδόντας ἔχει … ἐδωδῆς χάριν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 10· τῇ ἐδ. τοῦ βοὸς χαίρει ὁ λέων ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 13. 2) φαγητόν, γεῦμα, ἐπὶ μιᾶς ἐδ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 9, 1.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
aliment, nourriture, pâture.
Étymologie: R. Ἐδ avec redoubl., cf. ἔδω.