ζωογόνος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93. | |lstext='''ζωογόνος''': -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, [[παραγωγικός]], [[γόνιμος]], [[σπέρμα]] Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· [[ὄνομα]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ [[ἑπτά]], [[διότι]] [[συχνάκις]] βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ [[φέρω]] ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie ; fécond.<br />'''Étymologie:''' [[ζωός]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζωογόνος: -ον, (γενέσθαι) παράγων ζῶντα, παραγωγικός, γόνιμος, σπέρμα Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 5, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 3· ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 7· ἐπίθ. τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, διότι συχνάκις βρέφη γεννῶνται κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47. ΙΙ. ὁ φέρω ζωήν, Ἀνθ. Π. 1. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie ; fécond.
Étymologie: ζωός, γίγνομαι.