ὦκα: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὦκα''': ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, [[ὠκέως]], [[ταχέως]], Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ [[ἔπειτα]], ἀμέσως, [[εὐθύς]], Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ [[τάχα]] ἐκ τοῦ [[ταχύς]].) | |lstext='''ὦκα''': ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, [[ὠκέως]], [[ταχέως]], Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ [[ἔπειτα]], ἀμέσως, [[εὐθύς]], Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ [[τάχα]] ἐκ τοῦ [[ταχύς]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />vite, avec rapidité <i>ou</i> agilité ; <i>avec idée de temps</i> tout de suite;<br /><i>Sp.</i> [[ὤκιστα]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. Adv. of ὠκύς,
A quickly, swiftly, Il.1.402, 5.88, Od.6.317, etc.; strengthd., μάλ' ὦ. Il.2.52, Od.2.8, etc.; ὦ. μάλ' Il.17.190, al. 2 of Time, ὦ. δ' ἔπειτα immediately, Od.17.329, Il.18.527, al.:—Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.
German (Pape)
[Seite 1408] poet. adv. zu ὠκύς, schnell, geschwind, eilig, behend; sehr häufig bei Hom., aber nicht bei den Tragg. S. Pors. Eur. Med. 799.
Greek (Liddell-Scott)
ὦκα: ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ὠκέως, ταχέως, Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ ἔπειτα, ἀμέσως, εὐθύς, Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - οὐδέποτε παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ τάχα ἐκ τοῦ ταχύς.)
French (Bailly abrégé)
adv.
vite, avec rapidité ou agilité ; avec idée de temps tout de suite;
Sp. ὤκιστα.
Étymologie: ὠκύς.