ποντοχάρυβδις: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(6_3)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποντοχάρυβδις''': [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον [[βάραθρον]], ἢ [[θαλασσία]] [[δίνη]], κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. [[μεθυσοχάρυβδις]].
|lstext='''ποντοχάρυβδις''': [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον [[βάραθρον]], ἢ [[θαλασσία]] [[δίνη]], κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. [[μεθυσοχάρυβδις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α<br />(κωμ. [[επίθετο]] λαίμαργου) [[ρουφήχτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]] (<b>πρβλ.</b> <i>γαστρο</i>-[[χάρυβδις]], <i>μεθυσο</i>-[[χάρυβδις]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντοχάρυβδις Medium diacritics: ποντοχάρυβδις Low diacritics: ποντοχάρυβδις Capitals: ΠΟΝΤΟΧΑΡΥΒΔΙΣ
Transliteration A: pontochárybdis Transliteration B: pontocharybdis Transliteration C: pontocharyvdis Beta Code: pontoxa/rubdis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A seagulf, whirlpool, Com. epith. for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.

German (Pape)

[Seite 681] ἡ, Meercharybdis, Meerstrudel, -schlund, komische Bezeichnung eines unersättlichen Fressers, Hippon. bei Ath. XV, 698 c; Bergk verm. παντοχ., vgl. μεθυσοχάρυβδις.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοχάρυβδις: [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον βάραθρον, ἢ θαλασσία δίνη, κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.

Greek Monolingual

-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α
(κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστρο-χάρυβδις, μεθυσο-χάρυβδις)].