ψυχοβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_7)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχοβλᾰβής''': -ές, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ψυχήν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 169, κλπ. -ψυχοβλαβῶς, Ἐπίρρ. [[μετὰ]] ψυχικῆς βλάβης, Δίδ. Ἀλέξ. σ. 616, ἔκδ. Mi.
|lstext='''ψῡχοβλᾰβής''': -ές, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ψυχήν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 169, κλπ. -ψυχοβλαβῶς, Ἐπίρρ. [[μετὰ]] ψυχικῆς βλάβης, Δίδ. Ἀλέξ. σ. 616, ἔκδ. Mi.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που βλάπτει την [[ψυχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φρενοβλαβής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχοβλαβῶς</i> ΜΑ<br />με ψυχική [[βλάβη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φρενο</i>-<i>βλαβής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1404] ές, an der Seele verletzend, verletzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοβλᾰβής: -ές, ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν ψυχήν, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 169, κλπ. -ψυχοβλαβῶς, Ἐπίρρ. μετὰ ψυχικῆς βλάβης, Δίδ. Ἀλέξ. σ. 616, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που βλάπτει την ψυχή
νεοελλ.
φρενοβλαβής.
επίρρ...
ψυχοβλαβῶς ΜΑ
με ψυχική βλάβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής].