πηγάζω: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ. | |lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> sourdre, jaillir comme d’une source <i>au pr. et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire sourdre, faire couler comme d’une source, épancher.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(πηγή)
A spring, gush forth, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι APl.4.310 (Damoch.); πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι, Ph.1.31,2.324. 2 c. acc. cogn., gush forth with, νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP9.404 (Antiphil.) ; π. ῥεῖθρα Heraclit.All.9 ; [Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. in Cra.p.52 P.
German (Pape)
[Seite 608] 1) quellen, aufquellen, zum Quell werden, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι, Damochar. 4 (Plan. 310). – 2) trans., quellen lassen, wie eine Quelle fließen lassen, νᾶμα πηγάζει μέλισσα, Antiph. 29 (IX, 404) u. a. Sp., wie Nonn.; Hesych. erkl. ἀναβλύζω.
Greek (Liddell-Scott)
πηγάζω: μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ πέτρα πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., νᾶμα μέλισσα πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ὥστε νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) ὑγραίνω, βρέχω, τὸ ἔδαφος δάκρυσι ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
1 intr. sourdre, jaillir comme d’une source au pr. et au fig.
2 tr. faire sourdre, faire couler comme d’une source, épancher.
Étymologie: πηγή.