εὔτεχνος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔτεχνος''': -ον, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ [[μετὰ]] τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, [[Πολυδ]]. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 110D, κλ. | |lstext='''εὔτεχνος''': -ον, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ [[μετὰ]] τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, [[Πολυδ]]. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 110D, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />industrieux, habile ; <i>en parl. de choses</i> ingénieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A skilfully wrought, ναυτικόν Hp.Ep.14. 2 skilful, of persons, σκυτοτόμοι AP6.206 (Antip. Sid.), cf. Epigr.Gr.979 (Philae, i B.C.). 3 Adv. -νως, = ἐπισταμένως, Sch.Opp.H.3.536.
German (Pape)
[Seite 1102] kunsterfahren, kunstgeübt, σκυτοτόμος Antp. Sid. 21 (VI, 206); Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτεχνος: -ον, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μετὰ τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, Πολυδ. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 110D, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
industrieux, habile ; en parl. de choses ingénieux.
Étymologie: εὖ, τέχνη.