τείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] ἢ [[φρούριον]], [[ὀχύρωμα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-[[τείχισμα]].
|lstext='''τείχισμα''': τό, [[τεῖχος]] ἢ [[φρούριον]], [[ὀχύρωμα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-[[τείχισμα]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ouvrage de défense, fortification.<br />'''Étymologie:''' [[τειχίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τείχισμα Medium diacritics: τείχισμα Low diacritics: τείχισμα Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: teíchisma Transliteration B: teichisma Transliteration C: teichisma Beta Code: tei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall or fort, E. HF1096 codd. (τυκ- is prob. cj.), Th.4.8,115, etc.; Τυρσηνῶν τ. Πελασγικόν, of the wall of Athens, Call. in Διηγήσεις iv 1 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1081] τό, die erbau'te, aufgerichtete Mauer, übh. das Befestigungswerk; Eur. Herc. Fur. 96, Thuc. 4, 8. 115.

Greek (Liddell-Scott)

τείχισμα: τό, τεῖχοςφρούριον, ὀχύρωμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-τείχισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage de défense, fortification.
Étymologie: τειχίζω.