ἀνέδην: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέδην''': ἐπίρρ. ([[ἀνίημι]]), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς [[ἀνέδην]] οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· [[ἀνέδην]] καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, [[ἀνέδην]] καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] περαιτέρω φροντίδος, [[ἁπλῶς]] ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ [[τύπος]] [[ἀναίδην]] [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφή).
|lstext='''ἀνέδην''': ἐπίρρ. ([[ἀνίημι]]), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς [[ἀνέδην]] οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· [[ἀνέδην]] καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, [[ἀνέδην]] καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] περαιτέρω φροντίδος, [[ἁπλῶς]] ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ [[τύπος]] [[ἀναίδην]] [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφή).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en laissant aller, librement, sans contrainte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνίημι]], -δην.
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέδην Medium diacritics: ἀνέδην Low diacritics: ανέδην Capitals: ΑΝΕΔΗΝ
Transliteration A: anédēn Transliteration B: anedēn Transliteration C: anedin Beta Code: a)ne/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἀνίημι)

   A let loose, freely, without restraint, Pl.Prt. 342c, S.Ph.1153 (lyr.); ἀ. φεύγειν flee pell-mell, A.Supp.14; τῆς πομπείας τῆς ἀ. γεγενημένης D.18.11; ἀ. βακχεύειν AP6.172; ἀ. καὶ ὡς ἔτυχε Ael.NA3.9.    2 licentiously, violently, Plb.15.20.3.    II without more ado, simply, absolutely, Pl.Grg.494e; straightforwardly, ἀ. ἐρωτᾶν Ps.-Alex.Aphr.inSE101.22.

German (Pape)

[Seite 220] (ἀνίημι), losgelassen (VLL. ἐκκεχυμένως, nach B. A. 400 von den Pferden entlehnt), ungehemmt, ungehindert, φεύγειν Aesch. Suppl. 14; Plat. Prot. 342 c; βακχεύειν Agath. 31 (VI, 172); ganz u. gar, ὅδε ὁ χῶρος ἀνέδην ἐρύκεται Soph. Phil. 1138; ganz offen, πομπεία ἀνέδην γενομένη Dem. 1 8, 11; schlechthin, ohne weiteres, ὃς ἂν φῇ ἀνέδην οὕτω τοὺς χαίροντας εὐδαίμονας εἶναι καὶ μὴ διορίζηται Plat. Gorg. 404 e; ἐξέσται λαμβάνειν Din. 1, 46; Sp. bes. vom reichlichen Essen, ἀπέλαυσαν τῶν ἐκ τῆς χώρας Pol. 2, 5, 6; ἀναίδην, schamlos, ist eine zw. Lesart dafür.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέδην: ἐπίρρ. (ἀνίημι), ἀνέτως, ἐλευθέρως, ἀκωλύτως, Πλάτ. Πρωτ. 342C· ἀν. φεύγειν, Λατ. effuse fugere, Αἰσχύλ. Ἱκ. 14· τῆς πομπείας τῆς ἀνέδην οὑτωσὶ γεγενημένης Δημ. 229. 3· ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχε, Αἰλ. π. Ζ. 3. 9: - ῥαθύμως, ἀμελῶς. Σοφ. Φ. 1153· πρβλ. ἐρύκω II. 4: - ἀκολάστως, βιαίως, ἀνέδην καὶ θηριωδῶς ὥρμησαν Πολύβ. 15. 20, 3. κτλ. ΙΙ. ἄνευ περαιτέρω φροντίδος, ἁπλῶς ἀπολύτως, Πλάτ. Γοργ. 494Ε. (Ὁ τύπος ἀναίδην εἶναι ἐσφαλμ. γραφή).

French (Bailly abrégé)

adv.
en laissant aller, librement, sans contrainte.
Étymologie: ἀνίημι, -δην.