εὔεικτος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
|lstext='''εὔεικτος''': -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, [[εὐπειθής]], Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔεικτος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που υπακούει εύκολα, ο [[ευπειθής]], ο [[πειθήνιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο [[μαλακός]], ο [[ενδοτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)<br /><b>2.</b> (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔεικτον</i><br />η [[υποχωρητικότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐείκτως</i> (ΑΜ)<br />υπάκουα, [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εικτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είκω]] «[[υποχωρώ]], [[υπακούω]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔεικτος Medium diacritics: εὔεικτος Low diacritics: εύεικτος Capitals: ΕΥΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: eúeiktos Transliteration B: eueiktos Transliteration C: eyeiktos Beta Code: eu)/eiktos

English (LSJ)

ον,

   A pliant, tractable, D.C.69.20 (Zonar., εὔοικτος (q. v.) codd.); soft, yielding, τὰ εὔ. Alex.Aphr.Pr.2.23, cf. Heraclit.All.51 (εὔθικτος codd.); of abscesses, Paul.Aeg.4.18: Comp. -ότερος, gloss on λειότερος, Sch.Orib.49.3.5. Adv. -τως (-τῶς cod.) f.l. for εὐεκτικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1063] leicht nachgebend, fügsam, D. Cass. 69, 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔεικτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, εὐπειθής, Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.

Greek Monolingual

εὔεικτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος
2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός
μσν.
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)
2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτον
η υποχωρητικότητα.
επίρρ...
εὐείκτως (ΑΜ)
υπάκουα, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].