προβλώσκω: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβλώσκω''': ἀόρ. ἀπαρ. [[προμολεῖν]]· ― [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], [[ἐξέρχομαι]] τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι [[θύραζε]] προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385. | |lstext='''προβλώσκω''': ἀόρ. ἀπαρ. [[προμολεῖν]]· ― [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], [[ἐξέρχομαι]] τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι [[θύραζε]] προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>prés. et ao.2</i>;<br />s’avancer, sortir.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βλώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. inf. προμολεῖν,
A go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.
German (Pape)
[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγω ἢ ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.