ἠριπόλη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠριπόλη''': ἡ, ([[πολέω]]) ἡ τὸ [[πρωὶ]] περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἠριγένεια]], ἡ [[πρωία]], ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.
|lstext='''ἠριπόλη''': ἡ, ([[πολέω]]) ἡ τὸ [[πρωὶ]] περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἠριγένεια]], ἡ [[πρωία]], ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />l’Aurore, le jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἦρι]], [[πολέω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠριπόλη Medium diacritics: ἠριπόλη Low diacritics: ηριπόλη Capitals: ΗΡΙΠΟΛΗ
Transliteration A: ēripólē Transliteration B: ēripolē Transliteration C: iripoli Beta Code: h)ripo/lh

English (LSJ)

ἡ, (πολέω)

   A early-walking: hence, dawn, AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.).

German (Pape)

[Seite 1176] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἠριπόλη: ἡ, (πολέω) ἡ τὸ πρωὶ περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ ἠριγένεια, ἡ πρωία, ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
l’Aurore, le jour.
Étymologie: ἦρι, πολέω.