προτρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut pousser en avant <i>ou</i> stimuler, persuasif, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτρεπτικός Medium diacritics: προτρεπτικός Low diacritics: προτρεπτικός Capitals: ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protreptikós Transliteration B: protreptikos Transliteration C: protreptikos Beta Code: protreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ π. σοφία skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; π. (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν -κώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. -κῶς encouragingly, Luc.Somn.3.    2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.

German (Pape)

[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.

Greek (Liddell-Scott)

προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνηδεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut pousser en avant ou stimuler, persuasif, avec πρός et l’acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.