γέννησις: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέννησις''': Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ [[τόκος]] Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) [[παραγωγή]], ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7. | |lstext='''γέννησις''': Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ [[τόκος]] Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) [[παραγωγή]], ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />génération, production ; naissance.<br />'''Étymologie:''' [[γεννάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. γένν-ᾱσις, εως, ἡ,
A engendering, producing, E.IA1065 (lyr., codd.); γ. καὶ τόκος Pl.Smp.206e; birth, IG22.1368.130, v.l. in Ev.Luc.1.14. 2 production, ἀγαθῶν Arist.Pol.1332a18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, das Erzeugen, Hervorbringen, Eur. I. A. 1065; Plat. Conv. 206 e u. öfter, neben κύησις.
Greek (Liddell-Scott)
γέννησις: Δωρ.-ᾱσις, εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, παράγειν, Εὐρ. Ι. Α. 1065, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· γ. καὶ τόκος Πλάτ. Συμπ. 206Ε. 2) παραγωγή, ἀγαθῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
génération, production ; naissance.
Étymologie: γεννάω.