παρεξάγω: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεξάγω''': ἄγω ἢ ὁδηγῶ [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], μετ’ αἰτ. τόπου, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4, 158 ἀντὶ [[παράγω]]· παροδηγῶ, παραπλανῶ, εἰς ὃ ἀναφέρεται ἡ Ὁμηρικὴ [[φράσις]]: παρὲκ νόον ἀγαγεῖν Ἰλ. Κ. 391, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 36· ἴδε παρὲκ Β. 2) [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 372C. | |lstext='''παρεξάγω''': ἄγω ἢ ὁδηγῶ [[παρά]] τι ἢ [[πέραν]] [[αὐτοῦ]], μετ’ αἰτ. τόπου, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4, 158 ἀντὶ [[παράγω]]· παροδηγῶ, παραπλανῶ, εἰς ὃ ἀναφέρεται ἡ Ὁμηρικὴ [[φράσις]]: παρὲκ νόον ἀγαγεῖν Ἰλ. Κ. 391, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 36· ἴδε παρὲκ Β. 2) [[ὑπερέχω]], [[ἐξέχω]], Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 372C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=conduire à travers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead past, c. acc. loci, v.l. in Hdt.4.158. II mislead, παρὲκ Ζηνὸς νόον ἤγαγε h.Ven.36, so perh. in Il.10.391 ; v. παρέκ A. 11.1.
German (Pape)
[Seite 516] (ἄγω), daneben herausführen, daran vorbeiführen, verführen; als tmesis rechnen Einige hierher παρὲκ νόον ἤγαγεν, Il. 10, 391. – Bei Her. v. l. für παράγειν, 4, 158. – Bei Sp. auch intrans., dem Feinde mit Heeresmacht entgegengehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξάγω: ἄγω ἢ ὁδηγῶ παρά τι ἢ πέραν αὐτοῦ, μετ’ αἰτ. τόπου, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 4, 158 ἀντὶ παράγω· παροδηγῶ, παραπλανῶ, εἰς ὃ ἀναφέρεται ἡ Ὁμηρικὴ φράσις: παρὲκ νόον ἀγαγεῖν Ἰλ. Κ. 391, Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 36· ἴδε παρὲκ Β. 2) ὑπερέχω, ἐξέχω, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 372C.