κατέπεφνον: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115. | |lstext='''κατέπεφνον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *[[φένω]]), [[φονεύω]], [[σφάζω]], [[ἀποκτείνω]], καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>verbe n’existant qu’à l’ao.2;<br />inf.</i> [[καταπεφνεῖν]], <i>sbj. 3ᵉ sg.</i> καταπέφνῃ, <i>part.</i> καταπεφνών;<br />tuer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔπεφνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep., Lyr., and Trag. (in lyr.) aor. 2 with no pres. in use (v. θείνω),
A kill, slay, καταπέφνῃ Il.3.281; κατέπεφνε 6.183, 24.759, Od.3.252, 4.534, S.El.486; κατέπεφνες Id.Aj.901, Pi.Fr.171 (tm.); καταπεφνών Il.17.539.
Greek (Liddell-Scott)
κατέπεφνον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *φένω), φονεύω, σφάζω, ἀποκτείνω, καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.
French (Bailly abrégé)
verbe n’existant qu’à l’ao.2;
inf. καταπεφνεῖν, sbj. 3ᵉ sg. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών;
tuer.
Étymologie: κατά, ἔπεφνον.