ἀπλατής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπλᾰτής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων [[πλάτος]], [[ἄνευ]] πλάτους, [[γραμμή]] Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· [[μῆκος]] ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πλάτος]] ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ. | |lstext='''ἀπλᾰτής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων [[πλάτος]], [[ἄνευ]] πλάτους, [[γραμμή]] Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· [[μῆκος]] ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πλάτος]] ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />sans largeur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πλάτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A without breadth, γραμμή Arist.APr.49b36; μῆκος ἀ., opp. πλάτος ἔχον, Id.Top.143b14: metaph., Gal.7.410; ἀ. ὑγίεια without latitude, i.e. variation, Id.6.28. Adv. -τῶς Iamb.in Nic.p.56P.
German (Pape)
[Seite 292] ές (πλάτος), ohne Breite, Euclid. Luc. Hermot. 74 Arat. 467.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλᾰτής: -ές, ὁ μὴ ἔχων πλάτος, ἄνευ πλάτους, γραμμή Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· μῆκος ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλάτος ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans largeur.
Étymologie: ἀ, πλάτος.