μαρμαρυγή: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμᾰρῠγή''': ἡ, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα [[κίνησις]] τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. [[ἀμαρυγή]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαρμαρυγή]]· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. [[πήδημα]]. [[λαμπηδών]]. [[κίνησις]] ποδῶν [[συνεχής]]. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».
|lstext='''μαρμᾰρῠγή''': ἡ, [[λάμψις]], [[ἀκτινοβολία]], ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα [[κίνησις]] τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. [[ἀμαρυγή]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαρμαρυγή]]· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. [[πήδημα]]. [[λαμπηδών]]. [[κίνησις]] ποδῶν [[συνεχής]]. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> mouvement vibratoire de la lumière;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> [[αἱ]] μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.<br />'''Étymologie:''' [[μάρμαρος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῠγή Medium diacritics: μαρμαρυγή Low diacritics: μαρμαρυγή Capitals: ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
Transliteration A: marmarygḗ Transliteration B: marmarygē Transliteration C: marmarygi Beta Code: marmarugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A flashing, sparkling, gleaming, λάμπει δ' ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17, cf. Pl.Criti.116c, Plu.Caes.69; ἡ τοῦ οὐρανοῦ μ. Dam.Pr.213; αἱ ἀπολάμπουσαι ἀπὸ τῶν ὀμμάτων μ. Damian.Opt.2, cf. Adam.1.16.    2 'seeing sparks', Hp.Prog.24 (pl.), Pl.R.518a.    3 of any quick motion, μαρμαρυγαὶ ποδῶν the quick twinkling of the dancers' feet. Od.8.265, cf.h.Ap.203.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρῠγή: ἡ, λάμψις, ἀκτινοβολία, ἐπὶ τοῦ φωτός, Ἱππ. Προγν. 46, Πλάτ. Πολ. 518Α, Κριτί. 116C· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, μαρμαρυγαὶ ποδῶν, ἡ ταχεῖα κίνησις τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Ὀδ. Θ. 265, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· ― πρβλ. ἀμαρυγή. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μαρμαρυγή· φῶς. ἀστραπή. βῆμα. πήδημα. λαμπηδών. κίνησις ποδῶν συνεχής. αὐγὴ ὀφθαλμῶν».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mouvement vibratoire de la lumière;
2 p. anal. αἱ μαρμαρυγαί mouvement rapide et qui éblouit.
Étymologie: μάρμαρος.