πρόσρηξις: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(6_9)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσρηξις''': ἡ, ([[προσρήγνυμι]]) ἡ μεθ’ ὁρμῆς [[πρόσκρουσις]], τὸ [[κτύπημα]] καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.
|lstext='''πρόσρηξις''': ἡ, ([[προσρήγνυμι]]) ἡ μεθ’ ὁρμῆς [[πρόσκρουσις]], τὸ [[κτύπημα]] καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[προσρήγνυμι]]<br />ορμητική [[πρόσκρουση]] και [[θραύση]] ενός πράγματος.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσρηξις Medium diacritics: πρόσρηξις Low diacritics: πρόσρηξις Capitals: ΠΡΟΣΡΗΞΙΣ
Transliteration A: prósrēxis Transliteration B: prosrēxis Transliteration C: prosriksis Beta Code: pro/srhcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προσρήγνυμι)

   A dashing against, Sm.2 Ki.5.24, Sch.D Il.1.34.

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, das Anschlagen und Zerbrechen woran, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσρηξις: ἡ, (προσρήγνυμι) ἡ μεθ’ ὁρμῆς πρόσκρουσις, τὸ κτύπημα καὶ σπάσιμον πράγματός τινος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 34, Ἀκύλ. Σύμμ. ἐν Ἀββακοὺμ 3. 9.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α προσρήγνυμι
ορμητική πρόσκρουση και θραύση ενός πράγματος.