μελάμπυρον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_21) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάμπῡρον''': τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, | |lstext='''μελάμπῡρον''': τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 6· - πῡρος, ὁ, [[αὐτόθι]] 8. 8, 3. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
τό,
A ball-mustard, Neslia paniculata, Thphr.HP8.4.6, Gal.6.552 (also μελάμ-πῡρος, ὁ, Thphr.HP8.8.3). II = μύαγρον, Dsc.4.116.
German (Pape)
[Seite 118] τό, schwarzer Weizen, ein Unkraut im Weizen, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπῡρον: τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 6· - πῡρος, ὁ, αὐτόθι 8. 8, 3.