σοῦς: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σοῦς''': ὁ, [[κίνησις]], ὁρμὴ πρὸς τὰ ἄνω, ὅρος τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4.6,31· Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ἡ ταχεῖα [[ὁρμή]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 412Β·―παρ’ Ἡσυχ. [[σοῦσις]], εως, ἡ. (Συγγενὲς τῇ √ΣΥ, [[σεύω]], [[σοῦμαι]]). | |lstext='''σοῦς''': ὁ, [[κίνησις]], ὁρμὴ πρὸς τὰ ἄνω, ὅρος τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4.6,31· Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ἡ ταχεῖα [[ὁρμή]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 412Β·―παρ’ Ἡσυχ. [[σοῦσις]], εως, ἡ. (Συγγενὲς τῇ √ΣΥ, [[σεύω]], [[σοῦμαι]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> (ως όρος του Δημοκρίτου) η [[προς]] τα [[επάνω]] [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (στους Λάκωνες) η [[ταχεία]] [[ορμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σόF</i>-<i>oς</i> της ρίζας <i>seF</i>- του ρ. [[σεύω]] / -<i>ομαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]], [[σπεύδω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σεύω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A upward motion, a Democritean term, Arist.Cael.313b5; Lacon. for ἡ ταχεῖα ὁρμή, acc. to Pl.Cra.412b. (From Σόϝος, cf. σεύω, σοῦμαι.)
German (Pape)
[Seite 913] ὁ, zsgzgn statt σόος, ὁ, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
σοῦς: ὁ, κίνησις, ὁρμὴ πρὸς τὰ ἄνω, ὅρος τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4.6,31· Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ἡ ταχεῖα ὁρμή, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 412Β·―παρ’ Ἡσυχ. σοῦσις, εως, ἡ. (Συγγενὲς τῇ √ΣΥ, σεύω, σοῦμαι).
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. (ως όρος του Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση
2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα σόF-oς της ρίζας seF- του ρ. σεύω / -ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)].