ἡμιπλίνθιον: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιπλίνθιον''': τό, ([[πλίνθος]]) [[ἡμίσεια]] [[πλίνθος]], «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50. | |lstext='''ἡμιπλίνθιον''': τό, ([[πλίνθος]]) [[ἡμίσεια]] [[πλίνθος]], «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />demi-brique.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πλίνθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (πλίνθος)
A half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμί-πλινθος, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.