ἑβδομήκοντα: Difference between revisions
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑβδομήκοντα''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 [[μέχρι]] τοῦ 100 [[ὅπερ]] ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως [[ἕνεκα]] τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου. | |lstext='''ἑβδομήκοντα''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 [[μέχρι]] τοῦ 100 [[ὅπερ]] ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως [[ἕνεκα]] τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>indécl.</i><br />soixante-dix.<br />'''Étymologie:''' [[ἕβδομος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A seventy, Hdt.1.32, X.An.4.7.8, etc.
German (Pape)
[Seite 699] οἱ, αἱ, τά, indecl., siebzig; überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἡρόδ. 1. 32, κτλ.· Βοιωτ. ἑβδομείκοντα Συλλ. Ἐπιγρ. 1571. 19 - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον πολλαπλάσιον τοῦ 10 μέχρι τοῦ 100 ὅπερ ἀποκλείεται, ἀναμφιβόλως ἕνεκα τοῦ μέτρου, ἀπὸ τοῦ Ὁμηρ. καταλόγου.