ἐκτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτροπή''': ἡ, ([[ἐκτρέπω]]) ἡ εἰς τὸ πλάγιον [[τροπή]], τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν [[αὐτοῦ]] εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης [[αὐτοῦ]], Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ [[μέρος]], [[ἀποφυγή]], μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, [[παρέκβασις]], Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, [[ὅπου]] τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, [[τόπος]] ἀναπαύσεως, [[καταφύγιον]], Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐκτρέπεταί τις, [[ἔνθα]] ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ [[πάροδος]], μονοπάτι, «[[παράμερος]]» [[δρόμος]], Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος [[ἐκτροπή]], [[παραλλαγή]], [[ἀντικατάστασις]] δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε.
|lstext='''ἐκτροπή''': ἡ, ([[ἐκτρέπω]]) ἡ εἰς τὸ πλάγιον [[τροπή]], τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν [[αὐτοῦ]] εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης [[αὐτοῦ]], Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ [[μέρος]], [[ἀποφυγή]], μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, [[παρέκβασις]], Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, [[ὅπου]] τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, [[τόπος]] ἀναπαύσεως, [[καταφύγιον]], Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐκτρέπεταί τις, [[ἔνθα]] ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ [[πάροδος]], μονοπάτι, «[[παράμερος]]» [[δρόμος]], Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος [[ἐκτροπή]], [[παραλλαγή]], [[ἀντικατάστασις]] δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de détourner;<br /><b>II. 1</b> action de se détourner : ἐκτροπὴ λόγου ESCHN <i>ou simpl.</i> [[ἐκτροπή]] PLAT digression;<br /><b>2</b> lieu où l’on fait une halte, auberge (<i>cf. lat.</i> diversorium, diverticulum).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροπή Medium diacritics: ἐκτροπή Low diacritics: εκτροπή Capitals: ΕΚΤΡΟΠΗ
Transliteration A: ektropḗ Transliteration B: ektropē Transliteration C: ektropi Beta Code: e)ktroph/

English (LSJ)

ἡ, (ἐκτρέπω)

   A turning off or aside, ἐ. ὕδατος diversion of water from its channel, Th.5.65; διὰ τὰς ἐ. τὰς ἐπὶ τὴν χώραν on account of [the river] being turned off over the country, Plb.9.43.5.    II (from Med.) turning aside, escape, μόχθων from labours, A.Pr.913; . (sc. λόγον) a digression, Pl.Plt.267a, Aeschin.3.206 (pl.), D.Chr.7.128 (pl.); ἐπὶ τὴν ἐ. ἐπάνιμεν the point from which we digressed, Plb.4.21.12; ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐ. Arist.Metaph. 1089a1.    2 fork, branch in a road, Ar.Ra.113, E.Ba.881, X. HG7.1.29, Aen.Tact.15.6 (pl.); bypath, σκολιαὶ ἐ. D.S.3.15,26, cf. Varro Sat.Men.Fr.418B.    b branch of a canal, PPetr.2p.40 (iii B.C.).    3 ἐ. ὀνόματος a collateral from, Ath.11.490e.    4 ἐκτροπαὶ ποταμῶν overflowings, Lyd.Ost.55.    5 metaph., change of life, Philostr.VA6.36.    6 Astrol. t.t., moment of birth, Vett.Val. 51.37,al., Ptol.Tetr.108.    b = ὡροσκόπος, Paul.Al.R.1.    7 Medic., eversion of the eyelid, Antyll. ap. Aët.7.74, Id. ap. Orib.10.23.24.

German (Pape)

[Seite 783] ἡ, 1) die Abwendung, Ablenkung; ὕδατος Thuc. 5, 65; Pol. 9, 43, 5; übertr., μόχθων Aesch. Prom. 913. – 2) die Abweichung bes. λόγου, d. i. Abschweifung vom Gegenstande der Rede, Aesch. 3, 206, wie Plat. Polit. 267 a; αὖθις ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν, wir kehren zu dem Punkte, von dem wir abgeschweift sind, zurück, Pol. 4, 21, 12. – Der Ort, wohin man, um auszuruhen, vom Wege abbiegt, deverticulum, Ar. Ran. 113 Xen. Hell. 7, 1, 29; der Neben-, Ausweg, D. Sic. 3, 14. Bei den Gramm. = Nebenform, Ath. XI, 490 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροπή: ἡ, (ἐκτρέπω) ἡ εἰς τὸ πλάγιον τροπή, τὴν τοῦ ὕδατος ἐκτροπήν, τὴν τροπὴν αὐτοῦ εἰς τὸ πλάγιον ἔξω τῆς κοίτης αὐτοῦ, Θουκ. 5. 65˙ διὰ τὰς ἐκτροπὰς τὰς ἐπὶ τὴν χώραν, διὰ τὰς διαφόρους διεξόδους τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ ἐπὶ τὴν χώραν, Πολύβ. 9. 43. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) τὸ τρέπεσθαι κατὰ μέρος, ἀποφυγή, μόχθων Αἰσχύλ. Πρ. 913· ἐκτρ. λόγου, παρέκβασις, Πλάτ. Πολιτικ. 267Α, πρβλ. Αἰσχίν. 83. 26˙ ἡ ἐπὶ ταύτας τὰς αἰτίας ἐκτρ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 2, 5. 2) ἐκτρ. ὁδοῦ, ὅπου τις ἐκτραπῆναι δύναται ἐκ τῆς ὁδοῦ, τόπος ἀναπαύσεως, καταφύγιον, Λατ. deverticulum, Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 881, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29. 3) τόπος ἔνθα ἐκτρέπεταί τις, ἔνθα ποιεῖταί τις παρέκβασιν, Πολύβ. 4. 21, 12˙ πάροδος, μονοπάτι, «παράμερος» δρόμος, Δίοδ. 3. 14: - Μεταφ., τοῦ ὀνόματος ἐκτροπή, παραλλαγή, ἀντικατάστασις δι’ ἑτέρας ἰσοδυνάμου λέξεως, Ἀθήν. 490Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de détourner;
II. 1 action de se détourner : ἐκτροπὴ λόγου ESCHN ou simpl. ἐκτροπή PLAT digression;
2 lieu où l’on fait une halte, auberge (cf. lat. diversorium, diverticulum).
Étymologie: ἐκτρέπω.