διασπουδάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπουδάζω''': ἀσχολοῦμαι εἴς τι [[μετὰ]] ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., [[μετὰ]] ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι [[ζηλωτής]], [[περί]] τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. [[ἀντιπαραγγέλλω]], [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
|lstext='''διασπουδάζω''': ἀσχολοῦμαι εἴς τι [[μετὰ]] ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., [[μετὰ]] ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί [[μάλιστα]] διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι [[ζηλωτής]], [[περί]] τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. [[ἀντιπαραγγέλλω]], [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se donner du mal, s’appliquer avec zèle;<br /><b>2</b> briguer une charge contre (un compétiteur).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σπουδάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπουδάζω Medium diacritics: διασπουδάζω Low diacritics: διασπουδάζω Capitals: ΔΙΑΣΠΟΥΔΑΖΩ
Transliteration A: diaspoudázō Transliteration B: diaspoudazō Transliteration C: diaspoudazo Beta Code: diaspouda/zw

English (LSJ)

   A do zealously:—and Pass., to be anxiously done or looked to, τί μάλιστα ἐν ἁπασι διεσπούδασται τοῖς νόμοις; D.20.157, cf. 23.78: c. inf., δ. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς ib.182; διεσπούδαστο ἐλθεῖν J.AJ 15.8.1; διεσπουδάζετο abs., Arr.An.7.23.8.    2 to be zealous, περί τι D.H.Lys.14.    II employ electoral corruption, D.C.36.38: in fut. Med., Id.52.20.

German (Pape)

[Seite 603] 1) sehr eifrig betreiben; διεσπούδασται ist pass. Dem. 20, 157 τί μάλιστα ἐν ἅπασι τοῖς νόμοις διεσπούδασται, ὅπως μὴ γένηται, wie 23, 79, hat aber active Bdtg 23, 182 διεσπούδασται. μὴ λαβεῖν ὑμᾶς; wie das med. auch Arr. An. 7, 23, 13 hat: ἐν μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο, er strengte sich sehran. – 2) in der Bewerbung um ein Amt wetteifern, Dio Cass. 36, 21.

Greek (Liddell-Scott)

διασπουδάζω: ἀσχολοῦμαι εἴς τι μετὰ ζήλου, ἐπιμελοῦμαι πολύ, καὶ παθ., μετὰ ζήλου ἐνεργοῦμαι, ἀξιοῦμαι πολλῆς φροντίδος καὶ σπουδῆς, τί μάλιστα διεσπούδαστο; Δημ. 505. 8· ἂν καὶ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὡσαύτως διεσπούδασται ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., 681. 21. - Μέσ’, μετ’ ἐνεργ. σημασ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 12. 2) εἶμαι ζηλωτής, περί τι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14. ΙΙ. ἀντιπαραγγέλλω, διαγωνίζομαι πρός τινα περὶ ἀρχῆς, Δίων Κ. 36. 21.

French (Bailly abrégé)

1 se donner du mal, s’appliquer avec zèle;
2 briguer une charge contre (un compétiteur).
Étymologie: διά, σπουδάζω.