ἀντιπαραγγέλλω
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
English (LSJ)
A give orders, command in turn. X.HG4.2.19, D C. 65.1.
II compete for a public office, Plu.Caes.7; δημαρχίαν Id.Mar.29; τινί with one, Id.Cat.Mi.49.
Spanish (DGE)
1 dar órdenes a su vez c. inf. ἅπαντας διασκευάζεσθαι X.HG 4.2.19.
2 presentar frente a otros la candidatura a un cargo público, abs. Plu.Caes.7, c. dat. οἱ δ' ἀντιπαραγγέλλοντες αὐτῷ los que presentaban su candidatura frente a él Plu.Cat.Mi.49
•c. ac. del cargo δημαρχίαν Plu.Mar.29.
German (Pape)
[Seite 257] 1) einen Gegenbefehl geben? – 2) sich dagegen, als Nebenbuhler Jemandes, um ein Amt bewerben, δημαρχίαν Plut. Mar. 29; Caes. 7; τινί Cat. min. 49. Vgl. παραγγέλλω.
French (Bailly abrégé)
1 ordonner à son tour ou en retour;
2 être compétiteur pour une charge : ἀ. δημαρχίαν PLUT disputer le tribunat populaire ; ἀ. τινι PLUT être compétiteur de qqn.
Étymologie: ἀντί, παραγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαραγγέλλω:
1 со своей стороны отдавать приказание (τινὰ ποιεῖν τι Xen.);
2 соперничать в соискательстве должности (τινί Plut.);
3 добиваться в порядке соискательства (δημαρχίαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, παραγγέλω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, δίδω καὶ ἐγὼ διαταγάς, καὶ εὐθύς ἀντιπαρήγγειλαν ... διασκευάζεσθαι εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19, πέμπω παραγγελίαν εἰς ἀπάντησιν, καὶ αὐτῷ ἐκεῖνοι ... ἀντιπαρήγγειλαν ἀπαλλαγῆναι ἐκ τοῦ βίου Διων. Κάσ. 65. 1. ΙΙ. διαγωνίζομαι περὶ δημοσίου ὑπουργήματος, παρουσιάζομαι ὡς μνηστὴρ αὐτοῦ, Πλουτ. Μάρ. 29, Καῖσ. 7· τινὶ πρός τινα, ὁ αὐτ. Κάτων Νεώτ. 49. Πρβλ. παραγγέλω.
Greek Monolingual
(Α ἀντιπαραγγέλλω)
νεοελλ.
κάνω παραγγελία που αναιρεί άλλη προηγούμενη
αρχ.
1. διατάζω κι εγώ με τη σειρά μου
2. στέλνω μήνυμα σε απάντηση άλλου μηνύματος
3. διεκδικώ δημόσια θέση.
Greek Monotonic
ἀντιπαραγγέλλω: μέλ. -ελῶ,
I. προστάζω εις αντάλλαγμα ή συμπληρωματικά, σε Ξεν.
II. διαγωνίζομαι για δημόσιο αξίωμα, τινί, με κάποιον, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to command in turn or also, Xen.
II. to compete for a public office, τινί with one, Plut.