εὐστάλεια: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστάλεια''': ἡ, ἁπλῆ [[διευθέτησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ [[εὐσταλίη]]: ἐπὶ στρατευμάτων, [[ἐλαφρότης]] στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12. | |lstext='''εὐστάλεια''': ἡ, ἁπλῆ [[διευθέτησις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ [[εὐσταλίη]]: ἐπὶ στρατευμάτων, [[ἐλαφρότης]] στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. -ιη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82. 2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J. 3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.