χολόεις: Difference between revisions
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_8) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χολόεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] χολῆς, [[πολλάκις]] δ’ αὖ χολόεντας ἀπήρυγε νηδύος ὄγκους Νικ. Θηρ. 253, Ἀλεξιφ. 12, 17, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 381. | |lstext='''χολόεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] χολῆς, [[πολλάκις]] δ’ αὖ χολόεντας ἀπήρυγε νηδύος ὄγκους Νικ. Θηρ. 253, Ἀλεξιφ. 12, 17, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 381. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />ο [[γεμάτος]] [[χολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόλος]] / [[χολή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of bile or gall, full thereof, Nic.Th.253; ἀκόνιτον, ποτόν, Id.Al. 12, 17, cf. Opp.C.1.381.
German (Pape)
[Seite 1363] εσσα, εν, von Galle, voll Galle, gallig, übh. = Vorigem; ἀκόνιτον Nic. Al. 13. 17; στόμα 594; ἰός Opp. Cyn. 1, 381.
Greek (Liddell-Scott)
χολόεις: εσσα, εν, πλήρης χολῆς, πολλάκις δ’ αὖ χολόεντας ἀπήρυγε νηδύος ὄγκους Νικ. Θηρ. 253, Ἀλεξιφ. 12, 17, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 381.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
ο γεμάτος χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. -όεις].