πανάριον: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_22) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνάριον''': τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ [[ἰσοδύναμος]] Ἑλληνικὴ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀρτοφόριον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων. | |lstext='''πᾰνάριον''': τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ [[ἰσοδύναμος]] Ἑλληνικὴ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἀρτοφόριον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πανάριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αρτοφόριο]], [[κάνιστρο]] για [[ψωμί]], [[πανέρι]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πανάριον</i><br />[[τίτλος]] συγγράμματος του Επιφανίου [[κατά]] τών αιρέσεων. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>panarium</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>panis</i> «[[άρτος]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, = Lat.
A panarium (Gr. ἀρτοφόριον), S.E.M.1.234.
German (Pape)
[Seite 457] τό, das lat. panarium, nach Sext. Emp. adv. gramm. 234 zu seiner Zeit schon der gewöhnliche Ausdruck für das griechische ἀρτοφόριον.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάριον: τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ ἰσοδύναμος Ἑλληνικὴ λέξις εἶναι ἀρτοφόριον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων.
Greek Monolingual
πανάριον, τὸ (Α)
1. αρτοφόριο, κάνιστρο για ψωμί, πανέρι
2. ως κύριο όν. Πανάριον
τίτλος συγγράμματος του Επιφανίου κατά τών αιρέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. panarium (< panis «άρτος»)].