ἀπόερσε: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόερσε''': παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., [[ἔνθα]] με κῦμ’ [[ἀπόερσε]] [[πάρος]] τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα [[ταῦτα]] γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ [[ἔναυλος]] ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε [[μέγας]] ποταμὸς [[αὐτόθι]] 329. (Ἡ [[ποσότης]] τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, [[ὅπερ]] ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει [[σχέσις]] πρὸς τὸ [[ἀπαυράω]], ὅ ἐ. ἀπαϝράω· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
|lstext='''ἀπόερσε''': παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., [[ἔνθα]] με κῦμ’ [[ἀπόερσε]] [[πάρος]] τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα [[ταῦτα]] γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ [[ἔναυλος]] ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε [[μέγας]] ποταμὸς [[αὐτόθι]] 329. (Ἡ [[ποσότης]] τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, [[ὅπερ]] ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει [[σχέσις]] πρὸς τὸ [[ἀπαυράω]], ὅ ἐ. ἀπαϝράω· [[ἴσως]] δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao;<br />d’où sbj. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσῃ, <i>opt. 3ᵉ sg.</i> ἀποέρσειε;<br />enlever, entraîner.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀπούρας]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόερσε Medium diacritics: ἀπόερσε Low diacritics: απόερσε Capitals: ΑΠΟΕΡΣΕ
Transliteration A: apóerse Transliteration B: apoerse Transliteration C: apoerse Beta Code: a)po/erse

English (LSJ)

Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper.

   A ἀπόερσον Nic. Th.110):—swept away, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός ib.329; cf. ἀπούρας.

German (Pape)

[Seite 302] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόερσε: παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., ἔνθα με κῦμ’ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα ταῦτα γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ ἔναυλος ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε μέγας ποταμὸς αὐτόθι 329. (Ἡ ποσότης τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, ὅπερ ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει σχέσις πρὸς τὸ ἀπαυράω, ὅ ἐ. ἀπαϝράω· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao;
d’où sbj. 3ᵉ sg.
ἀποέρσῃ, opt. 3ᵉ sg. ἀποέρσειε;
enlever, entraîner.
Étymologie: DELG v. ἀπούρας.