τρῶσις: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1. | |lstext='''τρῶσις''': -εως, ἡ, ([[τρώω]]) [[τραυματισμός]], «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― [[βλάβη]] δένδρων, [[οἷον]] [[ἐλάτης]] καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de blesser, blessure.<br />'''Étymologie:''' [[τιτρώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (τρώω)
A wounding, mostly pl., Hp.VC2, Arist.Po. 1452b13, Plu.2.20e, Sammelb.6003.13 (iv A. D.): sg., Phld.Herc.1251.6; injury to a tree, Thphr.HP4.16.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρῶσις: -εως, ἡ, (τρώω) τραυματισμός, «πλήγωμα», Ἱππ. Κεφαλ. Τρωμ. 826· τὰς Ὁμηρικὰς τῶν θεῶν τρώσεις ὑπ’ ἀνθρώπων Πλούτ. 2. 20Ε, κλπ., Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10· ― βλάβη δένδρων, οἷον ἐλάτης καὶ τερμίνθου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de blesser, blessure.
Étymologie: τιτρώσκω.