κνιπολόγος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνῑπολόγος''': ὁ, ([[κνίψ]], [[λέγω]]) τοὺς κνῖπας θηρεύων, κνιποφάγος, [[ὄνομα]] τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9˙ πρβλ. [[ξυλοκόπος]]. | |lstext='''κνῑπολόγος''': ὁ, ([[κνίψ]], [[λέγω]]) τοὺς κνῖπας θηρεύων, κνιποφάγος, [[ὄνομα]] τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9˙ πρβλ. [[ξυλοκόπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κνιπολόγος]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («[[ἄλλος]], ὅς καλεῑται [[κνιπολόγος]], τὸ [[μέγεθος]] [[μικρός]], ὅσον [[ἀκανθυλλίς]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνίψ]] -<i>ιπός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] με σημ. «[[συλλέγω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[συκολόγος]] ([[επίσης]] ονομ. πτηνού)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (κνίψ, λέγω)
A gatherer of wood-insects, name of one of the woodpeckers, Arist.HA593a12.
German (Pape)
[Seite 1461] ὁ, ein Vogel, der Specht, od. Baumläufer, der Insekten sucht, Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπολόγος: ὁ, (κνίψ, λέγω) τοὺς κνῖπας θηρεύων, κνιποφάγος, ὄνομα τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9˙ πρβλ. ξυλοκόπος.
Greek Monolingual
κνιπολόγος, ὁ (Α)
ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῑται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ -ιπός + -λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος (επίσης ονομ. πτηνού)].