κραδάω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰδάω''': ὡς τὸ [[κραδαίνω]], ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]] Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ [[δόρυ]] κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, [[πάσχω]] ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)
|lstext='''κρᾰδάω''': ὡς τὸ [[κραδαίνω]], ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]] Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ [[δόρυ]] κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, [[πάσχω]] ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés;<br />c.</i> [[κραδαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραδάω Medium diacritics: κραδάω Low diacritics: κραδάω Capitals: ΚΡΑΔΑΩ
Transliteration A: kradáō Transliteration B: kradaō Transliteration C: kradao Beta Code: krada/w

English (LSJ)

   A = κραδαίνω, only in part., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213, Od.19.438; ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583, 20.423.    II of trees, suffer from blight (κράδη 11), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδάω: ὡς τὸ κραδαίνω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ δόρυ κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, πάσχω ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται ὡσαύτως τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés;
c.
κραδαίνω.