συγκίνημα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_3) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]). | |lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α [[συγκινῶ]]<br />ταυτόχρονη [[κίνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).
German (Pape)
[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).