συγκίνημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_3)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]).
|lstext='''συγκίνημα''': [ῑ], τό, [[συγκίνησις]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. [[κίνημα]]).
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συγκινῶ]]<br />ταυτόχρονη [[κίνηση]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῑνημα Medium diacritics: συγκίνημα Low diacritics: συγκίνημα Capitals: ΣΥΓΚΙΝΗΜΑ
Transliteration A: synkínēma Transliteration B: synkinēma Transliteration C: sygkinima Beta Code: sugki/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).

German (Pape)

[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.

Greek (Liddell-Scott)

συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).

Greek Monolingual

τὸ, Α συγκινῶ
ταυτόχρονη κίνηση.