παραγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_8) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ παράγων, δημιουργός, παραγωγός, Ρήτορες (Walz) τ. 1. 573, Ἐκκλ. | |lstext='''παραγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ παράγων, δημιουργός, παραγωγός, Ρήτορες (Walz) τ. 1. 573, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εισαγωγέας]]<br /><b>2.</b> [[παραγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>αγωγευς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A introducer, IG7.2428.6 (Thebes, iii B. C., pl.).
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, der hervorführt, Schöpfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγεύς: έως, ὁ, ὁ παράγων, δημιουργός, παραγωγός, Ρήτορες (Walz) τ. 1. 573, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. εισαγωγέας
2. παραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγευς].