ἰθύρροπος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(6_12)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθύρροπος''': ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
|lstext='''ἰθύρροπος''': ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθύρροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρέμεται [[κάθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>ρροπος</i>, <i>ισό</i>-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθύρροπος Medium diacritics: ἰθύρροπος Low diacritics: ιθύρροπος Capitals: ΙΘΥΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: ithýrropos Transliteration B: ithyrropos Transliteration C: ithyrropos Beta Code: i)qu/rropos

English (LSJ)

[ῑ], ον, (ῥοπή)

   A hanging perpendicularly, Hp.Art.44.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύρροπος: ῑ, ον, (ῥοπὴ) κρεμάμενος καθέτως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 809.

Greek Monolingual

ἰθύρροπος, -ον (Α)
αυτός που κρέμεται κάθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ετερό-ρροπος, ισό-ρροπος].