συσκοτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(6_3)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκοτίζω''': [[συσκοτάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.
|lstext='''συσκοτίζω''': [[συσκοτάζω]], Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ [[σκοτίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] εντελώς σκοτεινό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ασαφές, [[δημιουργώ]] [[σύγχυση]] («η [[κατάθεση]] του μάρτυρα συσκότισε την [[υπόθεση]]»).
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτίζω: συσκοτάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.

Greek Monolingual

ΝΜ σκοτίζω
καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό
νεοελλ.
μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση («η κατάθεση του μάρτυρα συσκότισε την υπόθεση»).