ὑπερφθέγγομαι: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφθέγγομαι''': ἀποθ. [[φθέγγομαι]], φωνάζω δυνατώτερα, καὶ [[μάλιστα]] [[ὅταν]] τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, [[ὑπερέχω]] κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D. | |lstext='''ὑπερφθέγγομαι''': ἀποθ. [[φθέγγομαι]], φωνάζω δυνατώτερα, καὶ [[μάλιστα]] [[ὅταν]] τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, [[ὑπερέχω]] κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> crier <i>ou</i> retentir plus fort que, acc.;<br /><b>2</b> prononcer d’une voix sonore, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φθέγγομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A speak louder than, τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.
German (Pape)
[Seite 1203] übertönen, überschreien, Plut. u. a. Sp.; bes. übtr., Luc. Tox. 35; S. Emp. pyrrh. 3, 244.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφθέγγομαι: ἀποθ. φθέγγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, καὶ μάλιστα ὅταν τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, ὑπερέχω κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D.
French (Bailly abrégé)
1 crier ou retentir plus fort que, acc.;
2 prononcer d’une voix sonore, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φθέγγομαι.