ταφή: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰφή''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), τὸ θάπτειν, θάψιμον, Λατ. sepultura, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι Ἡρόδ. 1, 24, 112, κ. ἀλλ.· [[τρόπος]] ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 85., 5. 8· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῆς ταφῆς ἢ κηδείας τῶν πεσόντων ἐν μάχῃ. [[δημοσίᾳ]] ταφὰς ἐποίησαν Θουκ. 2. 34· νόμοι…, οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφὰς [[αὐτόθι]] 52. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ταφῆς, [[κοιμητήριον]], Ἡρόδ. 4. 71., 5. 63, Σοφ. Αἴ. 1090, 1109· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, ἐπὶ τῆς κάλπης, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι περιεῖχε τὴν τέφραν τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1210. 3) ἡ πρὸς ταφὴν [[δαπάνη]], τὸν τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα Δημ. 788. 1.
|lstext='''τᾰφή''': ἡ, (ἴδε [[θάπτω]]), τὸ θάπτειν, θάψιμον, Λατ. sepultura, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι Ἡρόδ. 1, 24, 112, κ. ἀλλ.· [[τρόπος]] ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 85., 5. 8· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῆς ταφῆς ἢ κηδείας τῶν πεσόντων ἐν μάχῃ. [[δημοσίᾳ]] ταφὰς ἐποίησαν Θουκ. 2. 34· νόμοι…, οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφὰς [[αὐτόθι]] 52. 2) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ταφῆς, [[κοιμητήριον]], Ἡρόδ. 4. 71., 5. 63, Σοφ. Αἴ. 1090, 1109· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, ἐπὶ τῆς κάλπης, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι περιεῖχε τὴν τέφραν τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1210. 3) ἡ πρὸς ταφὴν [[δαπάνη]], τὸν τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα Δημ. 788. 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ensevelissement, sépulture;<br /><b>2</b> lieu de sépulture;<br /><b>3</b> frais de sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[θάπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταφή Medium diacritics: ταφή Low diacritics: ταφή Capitals: ΤΑΦΗ
Transliteration A: taphḗ Transliteration B: taphē Transliteration C: tafi Beta Code: tafh/

English (LSJ)

ἡ, (v. θάπτω)

   A burial, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι, Hdt.1.24,112: in pl., mode of burial, Id.2.85,5.8: pl. also of the burials of those who had fallen in battle, δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο Th.2.34; νόμοι... οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφάς ib.52, cf. OGI90.32 (Rosetta, ii B.C.).    2 pl. also, burial-place, Hdt.4.71, 5.63, S. Aj.1090, 1109: later in sg., Sammelb.6028.2, al. (i B.C.): but σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, of the urn supposed to contain the ashes of Orestes, S.El.1210; so in Egypt, mummy, POxy.736.13 (i A.D.), Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.), etc.; also, sarcophagus, δευτέρα τ., of a double sarcophagus, PGiss.68.7 (ii A.D.), Arch.Pap.4.133 (ii A.D.).    3 payment for burial, burial-fee, τὸν τὴν τ. τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα D.25.58; ἐνδεεῖς γενόμενοι εἰς τὴν τ. τὴν Φιλίππου PEnteux.32.6 (iii B.C.); ὑπὲρ τέλους ταφῆς μιᾶς Ostr.Bodl. ii 45 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, Leichenbestattung, Begräbniß, Grab; ἕξουσι δ' ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονός, Aesch. Spt. 800; Her. 1, 24. 112 u. sonst, wie ταφῆς ἀξίας μετέχουσι Plat. Rep. V, 466 e; ταφὰς ποιεῖν, Menex. 234 b; auch im plur. von einer Bestattung, Her. 5, 63; Soph. Ai. 1090. 1109; ταφὰς ποιεῖσθαι, Thuc. 2, 34; τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπέλαβε, er erhielt kein Geld dafür, Dem. 25, 58.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰφή: ἡ, (ἴδε θάπτω), τὸ θάπτειν, θάψιμον, Λατ. sepultura, ταφῆς τυχεῖν, κυρῆσαι Ἡρόδ. 1, 24, 112, κ. ἀλλ.· τρόπος ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 85., 5. 8· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῆς ταφῆς ἢ κηδείας τῶν πεσόντων ἐν μάχῃ. δημοσίᾳ ταφὰς ἐποίησαν Θουκ. 2. 34· νόμοι…, οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφὰς αὐτόθι 52. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τόπος ταφῆς, κοιμητήριον, Ἡρόδ. 4. 71., 5. 63, Σοφ. Αἴ. 1090, 1109· - οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, σῆς εἰ στερήσομαι ταφῆς, ἐπὶ τῆς κάλπης, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι περιεῖχε τὴν τέφραν τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1210. 3) ἡ πρὸς ταφὴν δαπάνη, τὸν τὴν ταφὴν τοῦ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα Δημ. 788. 1.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 ensevelissement, sépulture;
2 lieu de sépulture;
3 frais de sépulture.
Étymologie: θάπτω.