ἐπίτευξις: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτευξις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιτυγχάνω]]), τὸ ἐπιτυγχάνειν, [[εὐκαιρία]] χρόνου [[ἐπίτευξις]] ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι Πλάτ. Ὅροι 413C, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 8, 13, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 2) [[ἐπιτυχία]], Ἀππ. Καρχ. 105. ΙΙ. = [[ἔντευξις]], [[συνέντευξις]], ἀμφίβ. ἐν Θεοφρ. Χαρ. 12. | |lstext='''ἐπίτευξις''': -εως, ἡ, ([[ἐπιτυγχάνω]]), τὸ ἐπιτυγχάνειν, [[εὐκαιρία]] χρόνου [[ἐπίτευξις]] ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι Πλάτ. Ὅροι 413C, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 8, 13, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 2) [[ἐπιτυχία]], Ἀππ. Καρχ. 105. ΙΙ. = [[ἔντευξις]], [[συνέντευξις]], ἀμφίβ. ἐν Θεοφρ. Χαρ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’obtenir, de rencontrer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hitting the mark, attainment, εὐκαιρία χρόνου ἐ. Pl.Def.413c, cf. Arist.MM1207b16, Phld.Rh.1.204S. (pl.). 2 success, App.Pun.105. II conversation, f.l. for ἔντευξις in Thphr.Char.12.1.
German (Pape)
[Seite 991] ἡ, das Erlangen, Erreichen, Treffen, Plat. defin. 413 c εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις; Isocr. ep. 10, 1 θρόνων; das Glück, App. Pun. 105. – Auch = ἔντευξις, Unterredung, Gespräch, Theophr. char. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτευξις: -εως, ἡ, (ἐπιτυγχάνω), τὸ ἐπιτυγχάνειν, εὐκαιρία χρόνου ἐπίτευξις ἐν ᾧ χρὴ παθεῖν τι ἢ ποιῆσαι Πλάτ. Ὅροι 413C, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 8, 13, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10. 2) ἐπιτυχία, Ἀππ. Καρχ. 105. ΙΙ. = ἔντευξις, συνέντευξις, ἀμφίβ. ἐν Θεοφρ. Χαρ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’obtenir, de rencontrer, gén..
Étymologie: ἐπιτυγχάνω.