κιναίδιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῐναίδιον''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ πτηνοῦ [[ἶυγξ]] (πρβλ. [[σεισοπυγίς]]), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17. | |lstext='''κῐναίδιον''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ πτηνοῦ [[ἶυγξ]] (πρβλ. [[σεισοπυγίς]]), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιναίδιον]], τὸ (Α) [[κίναιδος]]<br />[[ονομασία]] του πτηνού [[ίυγξ]], [[σουσουράδα]], [[κωλοσούσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.
German (Pape)
[Seite 1439] τό, ein Vogel, = κίλλουρος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναίδιον: τό, ὄνομα τοῦ πτηνοῦ ἶυγξ (πρβλ. σεισοπυγίς), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17.
Greek Monolingual
κιναίδιον, τὸ (Α) κίναιδος
ονομασία του πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα.