συγκαθέζομαι: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε. | |lstext='''συγκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, [[καθέζομαι]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου [[γερουσία]] Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος [[πάρεδρος]] αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. [[ὑποπτήσσω]], «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συγκαθεδοῦμαι;<br /><b>1</b> siéger avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> se tapir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], καθέζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A sit down together, Pl.Tht.162d, Prt.317e, Isoc. 12.18; of a body of people, γερουσία Plu.Marc.23; τοῖς ἄρχουσιν συγκαθεσθείς their assessor, TAM2(1).186 (Sidyma). II crouch down, cower, Plu.2.970e (συνεκαθεζόμην and its part. are aor. exc. in Plu.Marc.l.c.).
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἕζομαι), mit dabei, daneben sitzen; Isocr. 12, 18; Dem. prooem. 23; Luc. Anach. 19.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, καθέζομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 162D, Πρωτ. 37Ε. Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ σωματείου γερουσία Πλουτ. Μάρκελλ. 23· τοῖς ἄρχουσι συγκαθεσθείς, γενόμενος πάρεδρος αὐτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ 4266e. II. ὑποπτήσσω, «ζαρώνω», Πλούτ. 2. 970Ε.
French (Bailly abrégé)
f. συγκαθεδοῦμαι;
1 siéger avec ou ensemble;
2 se tapir.
Étymologie: σύν, καθέζομαι.