μελίκηρα: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_11) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελίκηρᾰ''': ἡ, τὰ ᾠὰ τῆς πορφύρας ὁμοιάζοντα πρὸς κηρήθραν, αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν· τοῦτό δέ ἐστιν [[οἷον]] [[κηρίον]], πλὴν οὐχὶ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἐρεβίνθων πολλὰ συμπαγείη Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 15, 1 ([[ἐντεῦθεν]] κηριάζειν ἐλέγετο τὸ γεννᾶν τοιαῦτα ᾠά, [[αὐτόθι]])· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 346. ΙΙ. = μελῐκηρὶς ΙΙ, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''μελίκηρᾰ''': ἡ, τὰ ᾠὰ τῆς πορφύρας ὁμοιάζοντα πρὸς κηρήθραν, αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν· τοῦτό δέ ἐστιν [[οἷον]] [[κηρίον]], πλὴν οὐχὶ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἐρεβίνθων πολλὰ συμπαγείη Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 15, 1 ([[ἐντεῦθεν]] κηριάζειν ἐλέγετο τὸ γεννᾶν τοιαῦτα ᾠά, [[αὐτόθι]])· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 346. ΙΙ. = μελῐκηρὶς ΙΙ, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελίκηρα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> τα αβγά της πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με [[κηρήθρα]] («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μελόπιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[κηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A spawn of the murex, as being like a honeycomb, Arist. HA546b19. 2 gloss on κοπρίων (v.l. for κηρίων), Gal.19.113. II = μελικηρίς II, Pherecr.25.
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, die Eier od. die Brut der Purpurschnecken, von der Gestalt, da sie den κηρίοις der Bienen ähnlich sind, Arist. H. A. 5, 15, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, wie Bekker schreibt u. jetzt auch Ath. III, 88 c steht; v. l. μελικήραν, auch τὰ μελίκηρα. S. μελίκηρον. Ein Honigkuchen, Phereer. bei Ath. XIV, 648 b.
Greek (Liddell-Scott)
μελίκηρᾰ: ἡ, τὰ ᾠὰ τῆς πορφύρας ὁμοιάζοντα πρὸς κηρήθραν, αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτὸ ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν· τοῦτό δέ ἐστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχὶ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἐρεβίνθων πολλὰ συμπαγείη Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 15, 1 (ἐντεῦθεν κηριάζειν ἐλέγετο τὸ γεννᾶν τοιαῦτα ᾠά, αὐτόθι)· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 346. ΙΙ. = μελῐκηρὶς ΙΙ, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
μελίκηρα, ἡ (Α)
1. τα αβγά της πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.)
2. μελόπιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός.