3,252,093
edits
(6_23) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομέλᾱς''': -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι [[μέλας]], μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10 | |lstext='''ὑπομέλᾱς''': -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι [[μέλας]], μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10 | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αινα, -αν / [[ὑπομέλας]], -αινα, -αν, ΝΑ<br />[[μαυρειδερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υπομέλας]] [[τόπος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[πυρήνας]] από χρωματιστά κύτταρα, [[ένας]] από [[κάθε]] [[πλευρά]] της 4ης κοιλίας στο άνω [[τμήμα]] της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την [[νοραδρεναλίνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]] «[[μαύρος]]». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί [[απόδοση]] διεθνούς επιστημον. όρου, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>locus caeruleus</i>]. | |||
}} | }} |