τετρακισχίλιοι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρᾰκισχίλιοι''': [ῑ], -αι, -α, [[τετράκις]] [[χίλιοι]], δηλ. [[τέσσαρες]] χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, [[τετράκις]] γὰρ [[χίλιοι]] Θουκ. 6. 31. | |lstext='''τετρᾰκισχίλιοι''': [ῑ], -αι, -α, [[τετράκις]] [[χίλιοι]], δηλ. [[τέσσαρες]] χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, [[τετράκις]] γὰρ [[χίλιοι]] Θουκ. 6. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=αι, α;<br />quatre mille.<br />'''Étymologie:''' [[τετράκις]], [[χίλιοι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑλ], αι, a,
A four thousand, Hdt.2.9, al.; by tmesis, τετράκις γὰρ χίλιοι Th.6.31: Lacon. τετρᾰκινχήλιοι IG 5(1).1 (Sparta, v B.C.); Cyrenaic τετρᾰκιχήλιοι Abh.Berl.Akad. 1925(5).25; Boeot. πετρᾰκισχείλιη fem., q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, τετράκις χίλιοι, δηλ. τέσσαρες χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, τετράκις γὰρ χίλιοι Θουκ. 6. 31.