παλίμπους: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(6_14) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίμπους''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. [[τύχη]], τἀνάπαλιν, [[ἐναντίον]] συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6. | |lstext='''πᾰλίμπους''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὀπίσω]] πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. [[τύχη]], τἀνάπαλιν, [[ἐναντίον]] συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίμπους]], -ποδος, ο, η (ΑΜ)<br />αυτός που πορεύεται [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επιστρέφει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.
German (Pape)
[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.
Greek Monolingual
παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.