λειόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειόω''': ([[λεῖος]]) [[κάμνω]] τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, [[ἐξαλείφω]] αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὁμαλός]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. [[λειοτριβέω]], εἰς λεπτὰ [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. [[λεῖος]] ΙΙ.
|lstext='''λειόω''': ([[λεῖος]]) [[κάμνω]] τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, [[ἐξαλείφω]] αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ὁμαλός]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. [[λειοτριβέω]], εἰς λεπτὰ [[τρίβω]], [[κοπανίζω]], Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. [[λεῖος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lisser, polir.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόω Medium diacritics: λειόω Low diacritics: λειόω Capitals: ΛΕΙΟΩ
Transliteration A: leióō Transliteration B: leioō Transliteration C: leioo Beta Code: leio/w

English (LSJ)

   A make smooth, Aq.Pr.28.23:— Pass., to be polished, smoothed, Arist.Col.793a16, Heliod. ap. Orib.46.12.2.    II pound fine, triturate, Gal.UP11.8, PSI6.718.4 (iv/v A.D.):—Pass., Ruf. ap. Orib.8.47.4, Marc.Sid.83.    2 emulsify, levigate, κόμμι Critoap.Gal.13.36, cf. Ps.-Democr.Alch.p.55 B.

German (Pape)

[Seite 24] glatt machen, ebenen, Sp. Auch = sein zerreiben, zu Pulver, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λειόω: (λεῖος) κάμνω τι λεῖον, ὁμαλόν, Μάρκελλ. Σιδήτ. 83· λ. ἐπιγραφήν, ἐξαλείφω αὐτήν, Θεόδ. Στουδ. - Παθ., γίνομαι ὁμαλός, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 4. ΙΙ. λειοτριβέω, εἰς λεπτὰ τρίβω, κοπανίζω, Ὀρειβάσ. 2. 230 Daremb., Θεοφρ. ἐν Νόνν., πρβλ. λεῖος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lisser, polir.
Étymologie: λεῖος.