πιστικός: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιστικός''': (Α), ή, όν, ([[πίνω]]) [[ὑγρός]], ῥευστός, [[νάρδος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. [[πιστός]] (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ [[πίστις]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]], [[ἄμικτος]].
|lstext='''πιστικός''': (Α), ή, όν, ([[πίνω]]) [[ὑγρός]], ῥευστός, [[νάρδος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. [[πιστός]] (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ [[πίστις]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]], [[ἄμικτος]].
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />fidèle.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]¹.<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />potable ; liquide.<br />'''Étymologie:''' [[πιστός]]².
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστικός Medium diacritics: πιστικός Low diacritics: πιστικός Capitals: ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistikós Transliteration B: pistikos Transliteration C: pistikos Beta Code: pistiko/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πίνω)

   A liquid, νάρδος Ev.Marc.14.3, Ev.Jo.12.3.
πιστικός (B), ή, όν, (πίστις)

   A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ; γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8 : Sup. -ώτατα Hld.3.9.    2 late spelling of πειστικός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 620] 1) zum Glauben, zur Treue gehörig, treu, πιστικῶς ἔχειν τινί, Plut. Pelop. 8. – 2) = πειστικός, überzeugend, überredend; ῥήτωρ, Plat. Gorg. 455 a; λόγοι, Xen. Cyr. 1, 6, 10; Arist. rhet. 1, 2. trinkbar, flüssig, N. T., νάρδος, was Andere erklären = Vertrauen erweckend, sich als echt ankündigend.

Greek (Liddell-Scott)

πιστικός: (Α), ή, όν, (πίνω) ὑγρός, ῥευστός, νάρδος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 3, κ. Ἰω. ιβ΄, 3· πρβλ. πιστός (Α)· ― ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ πίστις, γνήσιος, καθαρός, ἄμικτος.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
fidèle.
Étymologie: πιστός¹.
2ή, όν :
potable ; liquide.
Étymologie: πιστός².